Ψύλλα.
(Pulex.)

Appellatio

+/-

Formae aliae

+/-

Nomen substantivum

+/-

ψύλλ|α, -ης fem.

  1. pulex (-icis, masc.) ||

Declinatio

+/-
sing. dual. plur.
nom. ψύλλα ψύλλᾱ ψύλλαι
gen. ψύλλης ψύλλαιν ψυλλῶν
dat. ψύλλῃ ψύλλαιν ψύλλαις
acc. ψύλλαν ψύλλᾱ ψύλλᾱς
voc. ψύλλα ψύλλᾱ ψύλλαι